Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ δράσας

См. также в других словарях:

  • δράσας — δρά̱σᾱς , δράω do pres part act fem acc pl (attic epic doric aeolic) δρά̱σᾱς , δράω do pres part act fem gen sg (attic epic doric aeolic) δρά̱σᾱς , δράω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՐԾԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0576 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 14c ա. πρακτός qui agi potest, sub actionem cadens, agendus Որ ինչ հանդերձեալ է գործիլ. առնել. առաջիկայ. արժանի գործելոյ. *Ոչինչ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»